- ψυχοτρώγω
- (αόρ. (ε)ψυχόφαγα) μετ. терзать чью-л. душу; изводить (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοτρώγω — Ν βασανίζω την ψυχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + τρώγω] … Dictionary of Greek